παρατρίβω

παρατρίβω
ΝΜΑ
νεοελλ.
1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο
2. μέσ. παρατρίβομαι
φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου»)
μσν.-αρχ.
φρ. «παρατρίβω [ή παρατρίβομαι] το μέτωπον» — σκληραίνω το μέτωπο, δηλ. αποβάλλω κάθε ίχνος ντροπής, γίνομαι αναίσχυντος
αρχ.
1. προστρίβω κάτι κοντά ή δίπλα ή πάνω σε κάτι άλλο («πέτραις τὸ κέρας παρατρίβων», Αιλ.)
2. τρίβω ελαφρά, λίγο ή προς τα πλάγια («παρατρίβειν τοὺς ὀφθαλμούς», Σέξτ. Εμπ.)
3. παθ. τρίβομαι κοντά, δίπλα ή πάνω σε κάτι («ἐς βάσανον ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ χρυσός», Θέογν.)
4. φρ. «παρατρίβομαι πρός τινα»
μτφ. έρχομαι σε προστριβές, σε φιλονικία με κάποιον, συγκρούομαι με κάποιον («ἐζηλοτύπει καὶ παρετρίβετο πρὸς τὸν Τληπόλεμον», Πολύβ.)
5. είμαι τελείως εξαντλημένος («παρατρίβεσθαι τῇ ἀναβάσει», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρατριβέντα — παρατρίβω rub beside aor part pass neut nom/voc/acc pl παρατρίβω rub beside aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβείη — παρατρίβω rub beside aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβείς — παρατρίβω rub beside aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβείσης — παρατρίβω rub beside aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβῆναι — παρατρίβω rub beside aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβέν — παρατρίβω rub beside aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβέντος — παρατρίβω rub beside aor part pass masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατριβῶσιν — παρατρίβω rub beside aor subj pass 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρῖψαι — παρατρίβω rub beside aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρετρίβη — παρατρίβω rub beside aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”